-
1 πυργόω
A gird or fence with towers,Θήβης ἕδος ἔκτισαν.. πύργωσάν τε Od.11.264
, cf. Hom.Epigr.4.3, Orac. ap. Hdt.1.174, E.Ba. 172:— [voice] Med., fortify,ὀχυρά X.Cyr.6.1.20
;ἄστη Moschio
Trag.6.27:—[voice] Pass.,κορυφαὶ πεπυργωμέναι Str.12.3.39
.2 metaph., fence, protect,δέμας ἀσπίδι Nonn.D.30.52
, etc.3 πυργωθείς furnished with a tower, of an elephant, AP9.285 (Phil.).II metaph., raise up to a towering height,πυργωθέντα πλοῦτον B.3.13
; πρῶτος.. πυργώσας ῥήματα σεμνά the first.. ' to build the lofty rhyme', Ar.Ra. 1004; τέχνην.. ἐπύργωσ' οἰκοδομήσας ἔπεσιν μεγάλοις κτλ. Id. Pax 749; soἀοιδὰς εὐδαιμονίας ἐπύργωσε E.Supp. 998
(lyr.), cf. AP7.39 (Antip. Thess.): hence, exalt, lift up,π. ἄνω τὸ μηδὲν ὄντα E.Tr. 612
; Τροίαν ib. 844 (lyr.); <ὑμᾶς>.. τυραννίσι πατὴρ ἐπύργου Id.HF 475
; of doctors, πυργοῦντες αὑτούς magnifying themselves, Men.497 (= Mimn.Trag.2); π. χάριν exalt, exaggerate it, E.Med. 526;δὶς τόσα π. τῶν γιγνομένων Id.Heracl. 293
(anap.);τὴν τέχνην Lib.Ep.834.5
; καθαροῖς λούμασι adorn (the city) with.., Epigr.Gr.903: also intr., declaim,μάταιον τὸ πυργοῦν λέγοντα.. Phld.Mort.33
:—[voice] Pass., exalt oneself, τῇδ' ἐπυργοῦτο στολῇ, of a horse, A.Pers. 192; πεπύργωσαι θράσει, λόγοις, E.Or. 1568, HF 238. -
2 κρυπτω
1) закрывать, покрывать, прикрывать(κεφαλὰς κορύθεσσι, τινὰ σάκεϊ Hom.)
; pass. прикрываться(ὑπ΄ ἀσπίδι Hom.)
2) скрывать, укрывать, прятать(τὸ δέμας τινός Aesch.; δεξιὰν ὑφ΄ εἵματος Eur.; τέν ἀληθινέν γένεσίν τινος Plut.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ, τινὰ ἀπὸ προσώπου τινός, ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια NT.)
σύ μ΄ ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ΄ ἄλσος Soph. — уведи меня с дороги и скрой в роще;λόχμην κενώσας, ἔνθ΄ ἐκρύπτομεν δέμας Eur. — покинув рощу, где мы скрывались;pass. — скрываться, исчезать (οὐρανῷ Eur.):κρύπτεσθαι εἴς τι Eur. — погружаться во что-л.;κεκρυμμένη νάπη Soph. — укрытая долина3) хоронить, погребать(γῇ Her.; τάφῳ, χθονί, κατὰ χθονός Soph.; κατὰ γῆς Plut.)
4) скрывать, утаивать(οὐδὲν ἔπος τινί Hom.; μηδένα λόγων πρός τινα, οὐδέν τινα, med. τἀληθές Soph.; τὸ ῥῆμα κεκρυμμένον ἀπό τινος NT.)
τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ κεκρυμμένον εἶναι Hom. — одно сказать, а другое утаить;φάρμακα κεκρυμμένα Eur. — тайные снадобья -
3 πυργόω
πυργόω, bethürmen, mit Mauern u. Thürmen versehen, befestigen; πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν ἑπταπύλοιο πύργωσάν τε, Od. 11, 264, ep. Hom. 4, 3; Τροίαν, Eur. Troad. 844; Bacch. 172 u. öfter; Orak. bei Her. 1, 174; Sp., wie Nonn. 40, 485; auch ἀσπίδι πυργώσας δέμας, 30, 51; πυργωϑεὶς ἐλέφας verbindet Philp. 29 (IX, 285), der mit einem Thurme versehen ist; im med., τέκτονας δὲ εἰς τὸ ἡμῖν ὀχυρὰ πυργοῦσϑαι, Xen. Cyr. 6, 1, 20; – übh. hoch aufbauen, erhöhen, bes. mit dem Nebenbegriffe des Prahlerischen, Prunkenden, π υργοῦντες αὑτούς, sich selbst wichtig machend, von prahlerischen Aerzten, Mimn. 8, 3; ῥήματα σεμνὰ πυργῶσαι, hochtrabende Ausdrücke aufthürmen, Ar. Ran. 1004, von Aeschylus, von dem Ant. Th. 57 (VII, 39) ὀφρυόεσσαν ἀοιδὴν πυργώσας sagt; auch Eur. vrbdt ἡνίκα ἀοιδὰς εὐδαιμονίας ἐπύργωσε, Suppl. 998, u. ἐπειδὰν λίαν πυργοῖς χάριν, Med. 526; τοῖς ἐπὶ μήκιστον εὖ μάλα πυργώσας τὴν φιλοσοφίαν, Damasc. bei Suid.; – Aesch. Pers. 188: ἡ μὲν τῇδ' ἐπυργοῦτο στολῇ, entweder sich trotzig erheben, übermüthig sein, oder zügeln.
-
4 κρύπτω
κρύπτω ( ΚΡΥΒ), ep. impf. κρύπτασκε, Il. 8, 272 u. Hes. Th. 157, aor. pass. ἐκρύφϑην u. ἐκρύβην, letzterer bes. bei Sp. üblich, Plut. Sull. 22, Matth. 5, 14; auch κρ υφείς nach mehreren mss. bei Soph. Ai. 1124; vgl. Lob. zu Phryn. 317; fut. κρυβήσονται Eur. Suppl. 559, wie Plut. gen. Socr. 2; – verbergen, verstecken, verhüllen; bes. zum Schutz, κεφαλὰς δὲ παναίϑῃσιν κορύϑεσσιν κρύψαντες Il. 14, 372; ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ 8, 272; κρύφϑη γὰρ ὑπ' ἀσπίδι 13, 405; unter der Erde, Hes. O. 140. 142; κρύψεν ἅμ' ἵπποις Pind. N. 9, 25; ὑπὸ γᾶν Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9, 84; ἐν βένϑεσιν νᾶσον κεκρύφϑαι Ol. 7, 57, öfter; ποικίλοις ἀγρεύμασιν κρύψασα Aesch. Eum. 439, κρύψασ' ἑαυτήν, ἔνϑα μή τις εἰςίδοι Soph. Trach. 899, öfter; ἔνϑ' ἐκρύπτομεν δέμας Eur. Bacch. 729; ἀφανίζοντες κρύπτομεν ὅτι μάλιστα Plat. Phil. 66 a; ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ Thuc. 2, 34, vom Begraben der Todten, wie Her. 5, 4, u. oft bei den Tragg., τάφῳ κρ ύπτειν τινά. – Dah. verheimlichen, verschweigen; τὸ μὲν φάσϑαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι Od. 11, 443; τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω 4, 350; κεκρύφαται Hes. Th. 730 O. 384, τινά τι, Aesch. μήτοι με κρύψῃς τοῦϑ' ὅπερ μέλλω παϑεῖν, Prom. 628, οὐκ ἐκρ ύφϑη, πρέπει δὲ σίνος Ag. 877, οὐδέν σε κρύψω Soph. Phil. 903; λόγον κρ ύψαι πρὸς ἡμᾶς μηδένα 584, vgl. Ai. 991; κρύψε κόλποις ὠδῖνα Pind. Ol. 6, 31; κρύπτουσ' ἃ κρύπτειν ὄμματ' ἀρσένων χρεών, was man vor den Augen der Männer verbergen muß, Eur. Hec. 568; auch in Prosa, τὴν ϑυγατέρα ἔκρυπτε τὸν ϑάνατον τοῠ ἀνδρός Lys. 32, 7. – Auch im med.; λύμμασι κρυψάμενον, sich das Haupt verhüllen, Soph. Ai. 242; aber auch = act., ἅπαντα χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται ib. 633, wie πᾶν σοι φράσω τἀληϑὲς οὐδὲ κρύψομαι Trach. 474, wo man es auch »ich werde mich nicht zurückziehen« erkl. kann. – Als Intrans. faßt man es Soph. El. 816, κεραυνοὶ Διὸς κρύπτουσιν ἕκηλοι, sie ruhen; vgl. Eur. Phoen. 1133 τὰ μὲν ὄμματα βλέποντα, τὰ δὲ κρύπ τοντα, wo Valck. πίπτοντα vermuthet. – Die spätere Form κρύβω s. oben, u. über κρ ύφω s. κατακρύφω u. unten.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский